Τα δρακόσπιτα είναι προϊστορικά μεγαλιθικά κτίσματα εξ ολοκλήρου φτιαγμένα από πέτρα και από τεράστιες πέτρινες πλάκες για σκέπη χωρίς προσθετικά υλικά, με βαθμιδωτή πυραμιδική στέγη. Είναι άγνωστο από ποιους φτιάχτηκαν και τι σκοπό εξυπηρετούσαν (αν και τα νεώτερα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν από βοσκούς ως κατάλυμα). Τα μεγαλιθικά αυτά κτίσματα που μία πλάκα μπορεί να ζυγίζει και δυο τόνους τα συναντάμε στη νοτιά Εύβοια, Υμηττό, Αίγινα και άλλου στην Ελλάδα.
Προκαλούν πονοκέφαλο στους αρχαιολόγους για τον τρόπο κατασκευής τους άλλα και πως είναι δυνατόν να έχουν παραμείνει όρθια χωρίς την χρήση προσθετικών υλικών ανάμεσα στις πέτρες. Αίσθηση δημιουργεί και το γεγονός ότι είναι φτιαγμένα άριστα γεωμετρικά γιαυτό και έμειναν άθικτα με το πέρασμα χιλιάδων ετών. Τα δρακόσπιτα έχουν πρόσφατα ερμηνευθεί ως κτίσματα θρησκευτικής σημασίας («οίκοι») όπου λατρευόντουσαν αρχαίες ελληνικές θεότητες. Κάποια από αυτά, κατά παλαιότερες απόψεις, θεωρήθηκαν αγροικίες, καταφύγια ή κτίρια στρατιωτικής χρήσης (φυλάκια, φρυκτωρίες). Αυτό λένε και τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοσχή. Άλλωστε τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής είναι σημαντικότατα και την τοποθετούν σε περίοπτη θέση.
ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ-ΔΥΤΙΚΟ ΥΜΗΤΤΟ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΚΤΙΣΜΑ, ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟ ΚΟΝΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ”ΚΑΡΑΒΙ”. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ Ή ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. Η ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΠΙΘΑΝΩΣ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕ ΩΣ ΚΑΤΑΛΥΜΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΩΝ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ.
Στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας (υπ. αριθμ. 151 του 1920 και στην σελ. 71) βρέθηκε άρθρο του καθηγητή Γ.Κ. Γαρδίκα με τίτλο “Υμηττός”, όπου αναφέρεται το “δρακόσπιτο” ως “σπήλαιον μετά πολλών επιγραφών, γλυφών επί βράχου ή προστύπων αναγλύφων… Αι γλυφαί εικονίζουσι γυναίκα καθήμενην, κεφαλήν μεγάλην λέοντος και αυτόν τον Αρχέδαμον χιτώνι κρατούντα εν τη δεξιά χειρί και εν την αριστεράν τεκτονικήν γνώμονα…”. Το άντρο αυτό ήταν αφιερωμένο στις Χάριτες, στον Πάνα και στον Απόλλωνα Έρσον (ή Ερσηφόρον=τον προσφέροντα δροσιά). Οι εντός αυτού επιγραφές κατά τον καθηγητή χαράχθηκαν προ του έτους 432 π.Χ.
Ο ίδιος περιγράφοντας το άντρο, λέγει ότι εντός αυτού “υπάρχει δωμάτιον κυκλικόν αμυδρώς φωτιζόμενον, ου από της οροφής σταλακτίται κρέμονται. Αναβλύζει δ’ εν αυτώ ύδωρ διαυγές και ψυχρόν. Λέγεται δ’ ότι οι γονείς του Πλάτωνος εις το μέρος τούτο του Υμηττού, εκόμισαν αυτόν βρέφος έτι όντα, ίνα θυσίαν προσενέγκωσιν, επειδή το σπήλαιον ην αφιερωμένον” στους προαναφερθέντες θεούς. Τότε, λέγει ακόμη ο Γ.Κ. Γαρδίκας ότι “αι μέλισσαι του Υμηττού προσπετόμεναι (που πετούσαν κοντά) επλήρωσαν αυτού το στόμα κηρίων μέλιτος”.
Την ύπαρξη τoυ κυκλικού ή κυκλοτερούς δωματίου (ή οικίσκου) επιβεβαιώνουν και οι ερευνητές Β. Κατσιαδράμης-Π. Κουβαλάκης-Μ. Μαμανέας σε άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Δαυλός” (188-189, σελ. 11608) με τίτλο “Κυκλοτερές κτίσμα και επιγραφή σε αρχαίο λατομείο του Υμηττού”. Κατά το άρθρο αυτό “ο εν λόγω οικίσκος είναι κτισμένος κοντά στη βάση ενός υψηλού λατομικού πετάσματος…Είναι δομημένος κατά το εκφορικό σύστημα, δηλαδή αποτελείται από αλλεπάλληλα τοποθετημένους πλακοειδής λαξευμένους ογκόλιθους από μαρμαριγιακό σχιστόλιθο βάρους 1-2 τόνων ο καθένας και πάχους 25 εκατοστομέτρων”.












